Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2011

Καλέμι (ή καλέ μη)

Η ωριμότητα του στίχου Ακέρια στέκει ή στο περίπου; Κατακτημένη πέρα ως πέρα Μπασμένη ή μωρά παρθένα; Αυτό το ερώτημα μας τρώει Μας σιγοκαίει ξερούς στη χλόη Φωλιάζει εντός μια αμφιβολία: Τεχνούργημα ή φλυαρία;

Εποχή

Η απλότητα των συνειρμών Η ομορφιά της Που απ' τα χείλη των γκρεμών Πετάει μακριά της Είναι το επιστέγασμα των χρόνων Του ανθρώπου, των πραμάτων  Και των πόνων Των εραστών που σφράγισε Και πάει...

Σταθερά

Αυτό που είμαι εγώ Εσύ δεν μπορείς να γίνεις. Εγώ είμαι σύννεφο  Και εραστής  της σελήνης. Εκεί που είμαι εγώ Εσύ δεν μπορείς να έρθεις. Εκεί τελειώνει η θάλασσα Κι αρχίζει ο καθρέφτης.

Ισοπαλία

Χωρίς επιστροφές Κυλάνε οι ζωές. Όλο μαζί το παν Ένα μεγάλο αν...

[Όταν, με το καλό]

Όταν, με το καλό Έρθει η σειρά μας, Θα ξεμυτίσουνε δειλά Απ' τη χαραμάδα Κάτι παλιά Και ξεχασμένα Όνειρά μας...

Ομοιότητες

Με το σκύλο μου μοιάζουμε πολύ. Αυτή την παρατήρηση κάνουν όσοι μας βλέπουν να τριγυρνάμε μαζί. Μέχρι σήμερα –είμαστε περίπου συνομήλικοι αν μετατρέψει κανείς τα σκυλίσια χρόνια σε ανθρώπινα– δεν έχει βλάψει ούτε μυρμήγκι. Είναι το ίδιο λαίμαργος, το ίδιο τεμπέλης, το ίδιο ατίθασος, μοιάζουμε ακόμη και στο βλέμμα. «Πάρε μια μεγάλη σακούλα, βάλε τα κουτάβια μέσα και πέταξε τα κάπου μακριά», με είχε προστάξει ο προϊστάμενός μου στο στρατό. Και αν δεν επικαλούμουν την «ιδιαίτερη» ευαισθησία που δείχνουν τα τηλεοπτικά κανάλια σε υποθέσεις ανυπεράσπιστων και κακοποιημένων ζώων, είμαι σίγουρος ότι δε θα είχε ιδρώσει το αυτί του και θα ανέθετε αυτή τη «δουλειά» σε κάποιον άλλο, κακόμοιρο συνάδελφό μου. Ωστόσο, φάνηκε να θορυβείται μ’ αυτή την έμμεση απειλή που εκτόξευσα και αρκέστηκε στην επωδό: «Βρες έναν τρόπο να τα ξεφορτωθείς. Χάρισε τα σε κανένα φίλο ή συνάδελφό σου». Οι δύο σκύλες που είχαμε υπό την προστασία μας επάνω στο φυλάκιο, είχαν γεννήσει πριν ένα μήνα. Έτσι, εκτός από τ

Φιάσκο

Τι να σου κάνουν και τα ποιήματα; Ποιους να πρωτοπαλέψουν; Τι να σου κάνουν κι οι ποιητές; Διαδηλωτές, με τα κεφάλια ανοιγμένα Με επιδέσμους προχειροδεμένα Χωρίς αναπνοές.

Βάρκιζα

Γυρίζατε ρακένδυτοι στους δρόμους (Κάτι ανάμεσα σε ήρωες και παρανόμους) Σαν τους πολεμιστές του '21... Ελπίζατε, μα ήταν μια ελπίδα χιλιομπαλωμένη Μια παρθενοραμμένη, ακόρεστη παρθένα!

Ενεργειακό

Κάθε μου μέρα ήταν πέτρα Κάθε μου νύχτα ήταν λάστιχο Την εκσφενδόνιζε λίγο πιο πέρα Μέχρι που στόχευσε το άπειρο.

Κάπου

Οργισμένα, λιγνά φαντάσματα κινούν Από εκατό μεριές, ξαναγυρνούν Εδώ, που αλλοτινά, αφημένα όπλα Αντηχούν... -Παύση σιωπής, ξαναμετρούν Στο προσκλητήριο κι εμένα.

Σε Πείσμα

Όσο σφυρίζουν τα τραγούδια της ζωής Τόσο γκρεμίζουν τα μνημεία της σιωπής Κι οι ταξιδιώτες: Σάντσοι ή Κιχώτες Συνεχίζουν...

La mia*

Πια, σε δικαίωσαν Αφού σε χρέωσαν Μια εποχή Μια ενοχή Δική τους... Και, πρώτ' απ' όλα Μια απειθαρχία Κομματική! *Tώρα μπορείτε... ν' αποκατασταθείτε!

Ενατένιση

Στους απόκρημνους γκρεμούς Η νύχτα διαρκεί· Παγωμένοι αέρηδες τους διαπερνούν Τα κοφτερά τους βράχια στραφταλίζουν -Λάμψεις φωτός που αντανακλούν Μα λιγοστεύουν. Η νύχτα επικρατεί.

Όριο φτώχειας

Κατά συνέπεια Το πιο ακριβό Το πιο πολύτιμο χαρτί Που εξάσφαλίζει Το ρευστό Είναι αυτή Η αξιοπρέπεια.