Κάποτε μα ϊ μού με ράσα Πιάστηκε γυμνή στα πράσα Να πουλάει οικόπεδα Κομποσκοίνια, κότερα... Και τη χώσαν στη στενή Μα την άφησαν γιατί Πλήρωσε εγγύηση! Αχ, φτωχή μου ποίηση...
Τι να σου κάνει κι η σπιρουλίνα Άμα δε φτάνουν δυο μισθοί το μήνα! Τι να σου κάνει το ιπποφαές Αν ο "συνάδελφος" είναι χαφιές! Λες, τότε, ο βασιλικός πολτός... Η αστυνομία και ο στρατός;
Στην επαρχία έχουν κλούβες τ' αυτοκίνητα Και κουβαλούν λιγνά σκυλιά στη γαλαρία Κι όσο δραστήρια είναι κι αεικίνητα Τόσο τα δέρνει σκλαβωμένη απελπισία.
Ο Μπάμπης είναι ένα αδέσποτο σκυλί της ανασκαφής. Ο Μπάμπης ακούει στ' όνομά του· Κι ωστόσο, δεν γνωρίζει τα παιδιά του... Ο Μπάμπης λιάζεται όλη μέρα· Τη νύχτα σκιάζεται! Κρύβεται απ' τα τσομπανόσκυλα. Τον έχουν μακελέψει κανά δυο φορές, αλλά τη γλύτωσε. Μα τώρα, τρίτωσε.
Στους νέους που ατυχήσανε Με άνεμο κόντρα να πορεύονται Που 'χουν προνόμιο να μαζεύονται Σε πλατείες Θα 'ναι οι πορείες που τους ζήσανε Θα 'ναι οι αγώνες που τους γεννήσανε Παρίες...
Σ' αυτές, τις ίδιες λαμαρίνες Έξι χρόνια, ο ίδιος ήχος κουδουνιού! Σ' αυτές, τις ίσιες λαμαρίνες Πλαστήκαμε λαμαρινένια γραμμή πρωινού! Και στους μεταλλικούς σωλήνες βαφτιστήκαμε Ανθεκτικοί, μ' επίγνωση ανταλλακτικού... (Αστραφτεροί... περνάν κι οι ντενεκέδες!)