Δε μου αρέσει η ζέστη και το καλοκαίρι. Δε μου αρέσει η φωτιά και τα γυμνά κλαδιά που χάσκουν πεθαμένα. Ο τόπος έγινε άτοπος ο τρόμος έγινε άτρωτος κι εγώ σιχάθηκα αυτή τη χώρα. Ώρα να φεύγουμε... θα 'ρθεις;
Ένα γαλάζιο άτι Σ' ένα χρυσό παλάτι Που στόλισες εσύ Είναι στο δάσος μέσα Θλιμμένη πριγκιπέσσα Σε ξέφωτο βαθύ Έχει φτερά μεγάλα Στην πιο μεγάλη σάλα Ως φέγγει το πρωί Φέγγει και περιμένει Μακριά απ' την οικουμένη Να φύγουμε μαζί.
Καρποσυλλέκτης δίχως τόπο μόνιμο Μια περιπλάνηση διαρκής βουνό-πεδιάδα Δάση ιερά, τα φρούτα άγρια Κρατά στα χείλη η νοστιμάδα. Και κυνηγός μονάχα για επιβίωση Δίχως φορτίο στην πλάτη μου κανένα · Ευλογημένο θήραμα που μ' άφησες Να κουβαλάω μέσα μου κι εσένα.