Σε παραλία απόκρημνη, έναν έναν γκρέμισα τους φόβους μου. Τους γκρέμισα εκεί που σκάει το κύμα αλέθοντας με δύναμη... φέρνοντας τα πάνω κάτω! Τους γκρέμισα με μιαν ελπίδα: το κύμα να τους πάρει, πάνω στα βράχια με αφρισμένη ορμή να τους διαλύσει και, μες στη νύχτα, ο δαίμονας που επρόφταινε το βήμα να μ' αφήσει. Φάντασμα στον ίδιο μου εαυτό συνάντησα εκεί το σύνορο... Χαιρέτησα την όψη που κάποτε είχε όνομα και σπίτι, κι ωστόσο του γιαλού είναι πια στοιχειό.
Τους φίλους σου, Μανόλη Τους είχα εργοδότες Γι' αξεσουάρ τους είχαν Μαστίγιο και μπότες. Δεν ξέρω τι σου έλεγαν Τα βράδια πλάι στο πιάνο Μα υπαλλήλους άρμεγαν Και με το παραπάνω. Τις κοσμικές τους συντροφιές Ποτέ δε συμπαθούσα Γιατί αποσυντόνιζαν Κι εμένα και τη Μούσα. Κάτι κυρίες αφόρητες Μελαγχολία και πλήξη Ντάμες ακυκλοφόρητες · Στα νιάτα είχαν πηδήξει Από σωφέρ και κηπουρούς Μέχρι σιαμαίους αδελφούς... Αλλά ετούτους έπρεπε Πιστά να υπηρετούμε Γιατί αλλιώς φοβέριζαν Πως θε να απολυθούμε. Κι όλο εγκαίνια και γιορτές Κι υπερωρίες απλήρωτες Ώσπου έφτασε το πλήρωμα Ω, το γενναίο συμπλήρωμα! Στον ΟΑΕΔ πάλι όλοι Πριγκίπισσες και ιππότες Γι' αυτό σου λέω, Μανόλη Τους είχα εργοδότες... Τώρα που δοκιμάσαμε Τους ανανεωτικούς Να με αθροίζεις άφοβα Στους μονολιθικούς.
Ίδιοι πατριδοκάπηλοι Και τώρα Πάντα μπροστά... Να διαφεντεύουν Τύχες φτωχές Φτωχών ανθρώπων. Μόνο τα ονόματα Αλλαγμένα Και τα σαράφικα τριγύρω Δόντια χρυσά Δόντια μπηγμένα Βαθιά στη σάρκα.