Άρχισε πάλι να φυσά Στη γειτονιά σου Και τα φιλιά σου Γίναν πουλιά... Θα τα φροντίσω Και θα τα ταΐσω· Όταν νυστάξουν Θα τους στρώσω Μια φωλιά... Κι αύριο, αν ίσως τ' αποχαιρετήσω Απ' την ουρά τους θα κρατήσω Δυο φτερά...
Στο καλοκαίρι, ξάφνου, φθινοπώριασε Και μύρισε το ξεραμένο χώμα Το φως του ήλιου ξέφτισε, ξεθώριασε Μα το φθινόπωρο αργεί ακόμα. Το 'χουν κλεισμένο σ' εργαστήριο Μετεωρολόγοι και μελλοντολόγοι Και παραμένουν άλυτο μυστήριο Βαθύτεροι της κράτησής του λόγοι. (Βιβλία πήρα και καπνό Για να του πάω πεσκέσι Άραγε κάποτε θα δω Του δρόμου μου τη μέση;)
Εκεί έξω, μια έρημη λεωφόρος Όπου αργοκινούνται φαντάσματα. Στα άυλα πόδια τους έχουν δεμένες Aλυσίδες που καταλήγουν Καρφωμένες σε πεζοδρόμια. Ζωές που στοίχειωσαν. Πνοές σβησμένες στους κυματοθραύστες. Χάσκουν ακόμη ικετευτικά οι λιμενοβραχίονες.